σαν θάλασσα αλμυρή και λευκή
που πάγωσε αθόρυβα
πίσω από τα μάτια μου
τα ίδια μάτια
που σε έβλεπαν να κοιμάσαι
που κοίταζαν τα μικρά φώτα
τα ίδια μάτια
που άνοιγαν την πόρτα στο σπίτι που λέγαμε
σπίτι μας
τα ίδια μάτια που
αποστρέφονταν το βρώμικο χαλί
τη βιβλιοθήκη που μισούσα
τα ίδια για πλύσιμο στην κουζίνα
που δεν υπήρχε να δεις απέναντι
γεμάτη γυαλιά
τα ίδια μάτια
που σε ζήτησαν να έρθεις
όταν ξάπλωνα στο πάτωμα
που έβλεπαν το δέρμα σου
λευκό και δροσερό
τα ίδια μάτια
που έμαθαν μία φορά επιμελώς
και έκαναν τόση εξάσκηση μετά
να κλείνουν τους δρόμους
απαλά και ανελέητα
ε λοιπόν αυτά τα μάτια
και το λένε περίφανα
πήραν το αίμα τους πίσω